- συγκεκομμένου
- συγκόπτωchop upperf part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άι — (I) (παρακελευσματικό μόριο, συνήθως με προστακτική β προσώπου) άντε!... [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄγε, προστ. τού ρ. ἄγω, πρβλ. άμε* < άγωμε < αρχ. ἄγωμεν]. (II) επιφών. (που μπορεί και να επαναλαμβάνεται δύο ή τρεις φορές) δηλώνει πόνο, έκπληξη … Dictionary of Greek